ὑπερέχον

ὑπερέχον
ὑπερέχω
hold over
pres part act masc voc sg
ὑπερέχω
hold over
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρεχον — ὑπερέχω hold over imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑπερέχω hold over imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδακτυλία — η, Ν 1. ιατρ. συγγενής διαμαρτία διάπλασης που χαρακτηρίζεται από την απουσία διαχωρισμού τών δακτύλων τών χεριών και τών ποδιών 2. (κτην.) χαρακτηριστικό τών ζωικών ειδών τα οποία έχουν δάκτυλα ενωμένα μεταξύ τους ή ολοκληρωτικά ή σε ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • υπερέχω — ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῑ πότμῳ», Αισχύλ.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ψηλά 2. στρ. κυκλώνω 3. περνώ πάνω από έναν τόπο 4. μπορώ να… …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՐԱԳՈՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0542 Chronological Sequence: 8c գ. ὐπερουσιότης, τὸ ὐπερούσιον, τὸ ὐπερέχον summa essentia, supersubstantiabilitas Գերագոյն իսկութիւն ʼի վեր քան զամենայն գոյացութիւն. գերունակութիւն. *Գերագոյութիւն աստուածապետական: Գերագոյապէս ունի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”